превосходство
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Russian > Greek
ὑπεροχή, ἐπικράτεια, ὑπερβολή, πλεονέκτημα, διαφορά, περισσότης, περιττότης, ἐξοχή, πλεονεξία, περισσόν, περιουσία