прорицательский
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
Russian > Greek
μαντόσυνος, μαντικός, προφητικός, χρησμῳδικός, χρηστήριος, μαντεῖος, μαντήϊος, ἔμπυρος