расслабленный
From LSJ
σιτία εἰς ἀμίδα μὴ ἐμβάλλειν → cast not pearls before swine, do not throw pearls before swine
Russian > Greek
κεκλασμένος, χαλαρός, ἔκλυτος, ἄνετος, ἄτονος, πάρετος, θρυπτικός, παραλυτικός, σαβακός, διάλυτος, βαρυγώνατος, κωφός, ὑγρός