расслабленный
Russian > Greek
κεκλασμένος, χαλαρός, ἔκλυτος, ἄνετος, ἄτονος, πάρετος, θρυπτικός, παραλυτικός, σαβακός, διάλυτος, βαρυγώνατος, κωφός, ὑγρός
κεκλασμένος, χαλαρός, ἔκλυτος, ἄνετος, ἄτονος, πάρετος, θρυπτικός, παραλυτικός, σαβακός, διάλυτος, βαρυγώνατος, κωφός, ὑγρός