διάλυτος
English (LSJ)
διάλυτον,
A relaxed, Plu.2.136b; ἁρμογαί Luc.Trag.222.
II διαλυτός, διαλυτή, διαλυτόν, capable of dissolution, Pl.Phd.80b, v.l. in Ti.57b, Ph.1.495; = φθαρτός, Phld.D.3.9.
Spanish (DGE)
-ον
I 1suelto διάλυτοι ἁρμογαί junturas desencajadas Luc.Trag.222, δ. πηλός barro pegajoso Luc.Trag.229
•disuelto ὀπῷ ... ἢ κηκίδι ... ἁλσὶ διαλύτοις Archig. en Gal.12.969
•fig. relajado, débil τὸ σῶμα ... ἐξ ἀφροδισίων καὶ οἴνου διάλυτον Plu.2.136b.
2 separable, que se puede separar αὐτὰ καὶ διάλυτα εἶναι ἀπ' ἀλλήλων Procl. en Simp.in Cael.660.8
•desmontable τριήρεις Duris Fr.C.
3 que puede ser disuelto, disoluble οὐ διάλυτον Πνεῦμα el Espíritu indisoluble Gr.Naz.M.35.445C.
II gram., subst. τὸ δ. asíndeton Charis.283.9, Diom.448.5, Sacerd.456.3, Donat.399.8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dissous, relâché.
Étymologie: διαλύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάλυτος -ον [διαλύω] ontspannen.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
διάλῠτος:
1 расшатавшийся, разболтавшийся (ἁρμογαί Luc.);
2 расслабленный, истощенный (ἐξ ἀφροδισίων καὶ οἴνου Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διάλῠτος: -ον, διαλελυμένος, χαλαρωμένος, Πλούτ. 2. 136Β· ἀλλά, ΙΙ. διαλῠτός, ή, όν, ὁ δυνάμενος νὰ διαλυθῇ, ἐπιδεκτικὸς διαλύσεως, Πλάτ. Φαίδωνι 80Β, Τιμ. 57Β.
Greek Monolingual
διάλυτος, -ον (Α) διαλύω
1. ο διαλυμένος
2. ο χαλαρωμένος, ο μαλθακός
3. ο διαλυτός.