тесный
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
Russian > Greek
στενόπορθμος, στενόπορος, στεινόπορος, λεπτός, βραχύπορος, στενωπός, στεινωπός, στενός, στεινός, ἀραιός, ἁραιός, ἀκριβής