тройной
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
Russian > Greek
τρίπαλτος, τριέλικτος, τρίχαλος, τρίκλωστος, τριπλόος, τριπλοῦς, τρίμοιρος, τρίπλαξ, τρίπτυχος, τριφάσιος, τρίδυμος, τρίσπονδος, τρισσός, τριχθάδιος, τριπλάσιος