ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
ἄτρυτος, γυιοβαρής, πολυάϊξ, καματηρός, ἔγκοπος, κοπώδης, πραγματώδης, κοπιαρός, κοπιώδης