ἀγάασθαι
From LSJ
English (LSJ)
ἀγάασθε, Ep. forms from ἄγαμαι, Od.
Spanish (DGE)
v. ἀγαίομαι.
French (Bailly abrégé)
inf. prés. de ἀγάομαι.
German (Pape)
Form zu ἀγάομαι (s. ἀγαίομαι) und ἄγαμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀγάασθαι: эп. inf. к ἀγάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάασθαι: ἀγάασθε, Ἐπικ. Σχηματισμὸς τοῦ ἄγαμαι, Ὀδ.
English (Autenrieth)
see ἄγαμαι.
Greek Monotonic
ἀγάασθαι: Επικ. αντί ἄγασθαι, απαρ. του ἄγαμαι· ἀγάασθε αντί ἄγασθε, βʹ πληθ.