Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Menander, Monostichoi, 129
German (Pape)
[Seite 13] f. ἀγείρω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. épq. pqp. Pass. de ἀγείρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγηγέρατο: ἴδε ἀγείρω.
Greek Monotonic
ἀγηγέρατο: Επικ. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του ἀγείρω.