ἀγλαομειδής
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
English (LSJ)
ἀγλαομειδές, brightly smiling, Ἔρως Eurytus (PLG3.639).
Spanish (DGE)
-ές
de agradable sonrisa Ἔρως Eurytus Mel.1 (cj., pero v. ἀγαλμοειδής), Νύμφαι IGBulg.3.1579.5 (Augusta Trajana).
German (Pape)
[Seite 16] holdlächend, conj. Meineke für ἀγαλμοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαομειδής: -ές, ὁ φαιδρῶς μειδιῶν, Ἔρως, Ποιητ. Λυρ. παρ’ Ἰω. Λυδ. περὶ Διοσημειῶν σ. 282, ἐκ διορθώσεως τοῦ Meineke ἀντὶ τοῦ κοινοῦ ἀγαλμοειδής.