ἀγωνοθετῶ

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source

Mantoulidis Etymological

(=διευθύνω τούς ἀγῶνες). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀγωνοθέτης (ἀγών + τίθημι). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγωνοθεσία (=διεύθυνση τῶν ἀγώνων) ἀγωνοθετήρ, ἀγωνοθετικός.