ἀδεισιβόας
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, not fearing the battle-cry, B.5.155, 10.61.
Spanish (DGE)
(ἀδεισῐβόας) -α, ὁ
que no teme el grito de combate ἡμίθεοι B.11.61, cf. 5.155.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδεισιβόας: ὁ, ὁ μὴ φοβούμενος τὴν βοήν ὁ μὴ τρομάζων ἐκ τῶν βοῶν, φασὶν ἀδεισιβόαν Ἀμφιτρύωνος παῖδα μοῦνον δὴ τότε τέγξαι βλέφαρον, Βακχυλ. V. 155., ἀδεισιβόαι χαλκάσπιδες ἡμίθεοι, ὁ αὐτ. ΧΙ. 61.