ἀδημοσύνη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, rarer form for ἀδημονία, Democr.212, X.ap.AB80.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ preocupación, congoja ψυχῆς Democr.B 212.
German (Pape)
[Seite 33] Democrit. bei Stob. für -μονία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδημοσύνη: ἡ, σπανιώτερος τύπος ἀντὶ τοῦ ἀδημονία, Δημοκρ. Ἀποσπ. 91, Ξεν. ἐν Α. Β. 80.
Russian (Dvoretsky)
ἀδημοσύνη: ἡ Democr. = ἀδημονία.