ἀδιαλόγιστος
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
English (LSJ)
ἀδιαλόγιστον, unreasoning: c. gen., τοῦ συμφέροντος Phld.Lib. p.60 O.
Spanish (DGE)
-ον
I 1incapaz de calcular c. gen. αἱ τοῦ συμφέροντος ἀδιαλόγιστοι ψυχαί Phld.Lib.20b.9.
2 imprevisible ἡ πρὸς τὸν βίον ἡμῶν ἀ. τύχη D.S.31.10.
3 irracional προσβολή Marc.Er.Consult.2.1.
II adv. -ως irracionalmente Marc.Er.Consult.2.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαλόγιστος: -ον, ὁ ἄμοιρος λογισμοῦ, ἀπερίσκεπτος, Ἐκκλ.