ἀείσκωψ
From LSJ
English (LSJ)
a kind of owl (cf. σκώψ), so called (acc. to Arist.) from not being migratory, perhaps Ephialtes scops, Arist.HA617b32. (Pl. -σκῶπες, but ἀείσκωπες Eust.1524.6.)
French (Bailly abrégé)
ωπος (ὁ) :
n. d'un oiseau (sorte de chouette).
Étymologie: cf. σκώψ, κώψ et ἀεί.
Greek (Liddell-Scott)
ἀείσκωψ: εἶδος νυκτικόρακος ἢ γλαυκὸς (σκώψ), οὕτω κληθείσης διότι δὲν ἀποδημεῖ, Strix aluco, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 28. 1.
Russian (Dvoretsky)
ἀείσκωψ: ωπος ὁ (pl. ἀεισκῶπες) серая сова (Strix aluco) Arst.