ἀερτάω
From LSJ
German (Pape)
[Seite 43] p., dass., ἠέρτησε Ant. Sid. 14 (VI, 223), hing auf, weihte; ἠέρτημαι Opp. Cyn. 2, 99; ἀπὸ τριχός P. Sil. 23 (V, 230).
Spanish (DGE)
I perf. med.
1 estar colgado, pender ἀπὸ τριχὸς ἠέρτημαι AP 5.230 (Paul.Sil.).
2 alzarse δίδυμον κέρας ... ἠέρτηται de un toro, Opp.C.2.99.
II act. llevar, ofrendar c. dat. τὸν ἐκ πελάγους ἰχθυόεντα βόλον ... ἠέρτησε Παλαίμονι AP 6.223 (Antip.Sid.).
Greek Monotonic
ἀερτάω: = το προηγ., αόρ. αʹ ἠέρτησα, Παθ. παρακ. ἠέρτηται, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀερτάω: подвешивать: ἀ. δαίμοσί τι Anth. вешать что-л. в честь божеств; ἠερτᾶσθαι ἀπό τινος Anth. висеть на чем-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀερτάω ἀείρω ophangen (als wijgeschenk).