ἀκανθολάβος

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκανθολάβος Medium diacritics: ἀκανθολάβος Low diacritics: ακανθολάβος Capitals: ΑΚΑΝΘΟΛΑΒΟΣ
Transliteration A: akantholábos Transliteration B: akantholabos Transliteration C: akantholavos Beta Code: a)kanqola/bos

English (LSJ)

ὁ, instrument for extracting thorns, ibid.:—also ἀκανθολαβίς, ἡ, Glossaria.

Greek Monolingual

ο
εργαλείο για το μάζεμα αγκαθιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άκανθα + -λάβος < έλαβον, λαμβάνω.