ἀκεστίδες
From LSJ
Menander, fragment 761
English (LSJ)
αἱ, bars in sublimating furnaces, Dsc.5.74.
Spanish (DGE)
-ῶν, αἱ
barras κεραῖαι σιδηραῖ ... ἀ. ὑπὸ τῶν μεταλλουργῶν καλούμεναι Dsc.5.74.3.
Greek Monolingual
ἀκεστίδες, αἱ (Α)
μεγάλα σιδερένια ραβδιά (μπάρες) τών μεταλλουργών (Διοσκορ. 5, 74).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. της λ. ἀκεστὶς-ίδος, η οποία είναι θηλ. του ον. ἀκεστής].