ἀκεστής
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
English (LSJ)
ἀκεστοῦ, ὁ,
A = ἀκεστήρ, Lyc.1052: Phrygian acc. to Sch.Ven. Il.22.2, Eust.1254.2, EM51.7.
2 ἀκεσταὶ ἱματίων ῥαγέντων menders of torn clothes, X.Cyr.1.6.16 (v.l. ἠπηταί), cf. Alciphr.3.27.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Grafía: acent. ἀκέστης Eust.1254.2
sanador, médico νόσων Lyc.1052, ἵστησιν τῆς ἐπιβλαβοῦς ὀρέξεως τὸν κάμνοντα ὁ ἀ. Ps.Caes.218.175, cf. 214.109, 218.146, Φρύγες ἀκέστην καλοῦσι τὸν ἰατρόν Eust.l.c., cf. Sch.Er.Il.22.2, Et.Gen.α 353.
• Etimología: Nombre de agente en *-tās sobre ἄκος, derivado de la raíz *y°H2k-.
-οῦ, ὁ
• Grafía: acent. ἀκέστης Phlp.Dif.Accent.D p.149 (frente a 2 ἀκεστής)
que cose o zurce, sastre ὥσπερ ἱματίων ῥαγέντων εἰσί τινες ἀκεσταὶ οὕτω καὶ οἱ ἰατροί X.Cyr.1.6.16, cf. Alciphr.2.24.1, AB 364.8.
• Etimología: Nombre de agente en *-tās sobre un *ἄκος no documentado, relacionado con lat. acus ‘aguja’, etc.
German (Pape)
[Seite 71] ὁ, Heiler, Arzt, νόσων Lyc. 1052; ῥαγέντων ἱματίων, Kleiderflicker, Xen. Cyr. 1, 6, 16.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 médecin;
2 qui raccommode ou répare.
Étymologie: ἀκέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀκεστής: οῦ ὁ досл. целитель, перен. починщик, штопальщик (ῥαγέντων ἱματίων Xen. - v.l. ἠπητής).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεστής: -οῦ, ὁ, ἀκεστήρ, Λυκόφρ. 1052, Ἀλκίφρ. 3. 27· ἐν τῇ Φρυγικῇ διαλέκτῳ κατὰ τὸν Σχολ. Ἰλ. Χ. 2, Εὐστ. 1254, 2. Ἐτυμ. Μ. 51. 7. 2) ἀκεσταὶ ἱματίων ῥαγέντων, διορθωταὶ ἐσχισμένων ἐνδυμάτων, Ξεν. Κύρ. 1.6, 16. (καὶ μετὰ διαφ. γραφ. ἠπηταί, πρβλ. Φρύν. σ. 91 (Λοβ.)), ἴδε ἐν λ. ἀκέομαι, Ι. 3.
Greek Monolingual
ἀκεστὴς, ο (θηλ. ἀκεστρίς) (AM)
1. γιατρός, θεραπευτής (Λυκόφρων 1052, Ευστάθ. 1254, 2)
2. αυτός που μπαλώνει σκισμένα ρούχα
«ἀκεσταὶ ἱματίων ῥαγέντων» (Ξεν. Κυρ. Παιδ. 1, 6, 16).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστίδες].
Greek Monotonic
ἀκεστής: -οῦ, ὁ = ἀκεστήρ· ἀκεσταὶ ἱματίων ῥαγέντων, επιδιορθωτές, μπαλωματήδες σχισμένων ρούχων, σε Ξεν.
Middle Liddell
= ἀκεστήρ
ἀκεσταὶ ἱματίων ῥαγέντων menders of torn clothes, Xen.