ἀκουσείω
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
[ᾰ], Desiderat. of ἀκούω, long to hear, S.Fr.991; and in Hsch. the order of words requires ἀκουσείων for ἀκουστιῶν.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
desid. desear oír S.Fr.991.
German (Pape)
[Seite 78] ich möchte gern hören, Soph. frg. 820.
Russian (Dvoretsky)
ἀκουσείω: желать услышать Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκουσείω: ἐφετικ. τοῦ ἀκούω, ἐπιθυμῶ νὰ ἀκούσω, Σοφ. Ἀποσπ. 820 και παρ’ Ἡσυχ. ἡ σειρὰ τῶν λέξεων ἀπαιτεῖ ἀκουσείων, ἀκουστικῶς ἔχων, ἀντὶ ἀκουστιῶν.