ἀκρώνυχος

English (LSJ)

ἀκρώνυχον, (ὄνυξ) with nails, with claws, with hoofs, etc., χερὸς ἀκρώνυχα = tips of fingers, AP12.82; ἴχνος ἀκρώνυχον traces of one walking on his toes, Plu.2.317e, cf. 325b:—ἀκρῶνυξ, Suid.

Spanish (DGE)

(ἀκρώνῠχος) -ον
• Alolema(s): ἀκρόν- AP 6.103 (Phil.), Q.S.8.157
I 1que está sobre la punta de los dedos de la Τύχη: ἀκρώνυχον ... ἴχνος καθεῖσα manteniéndose de puntillas, inestable Plu.2.317e, ἴχνη ποδῶν ἀκρώνυχα huellas de la punta de los dedos del pie Plu.2.325b, de anim. ἅλμα ἀκρώνυχον salto sobre las pezuñas Hld.5.14.3
pred. προσκαθίζων ἀκρώνυχος de un ave posándose sobre las uñas Plu.2.320d, ἀκρωνύχους ἐπιψαύειν de caballos rozar el suelo con la punta de los cascos Plu.Eum.11
subst. κυκλώσας ... χερὸς ἀκρώνυχα δισσά formando un círculo con los dedos índice y pulgar, AP 12.82 (Mel.)
fig. que apenas roza σχοῖνος, ὑπ' ἀκρονύχῳ ψαλλομένη κανόνι una cuerda que vibra apenas rozada por una regla, AP 6.103 (Phil.).
2 subst. τὰ ἀ. garras τοῦ ἀλέκτορος Cat.Cod.Astr.11(2).117, cf. 12.178, λέοντος Cat.Cod.Astr.12.182.
II adv. ἀκρωνύχως = apenas con la punta de los cascos (ἵπποι) πέλαγος ... θέουσιν ἀκρονύχως ψαύοντες Q.S.8.157.
v. 1 ἀκρόνυχος.

German (Pape)

[Seite 85] mit den Zehenspitzen berührend, oft Plut. ἴχνος ἀκρ., de fort. R. 4 (οὐ πτεροῖς κούφοις ἐλαφρίζουσα ἑαυτὴν, οὐδὲ ἀκρ. ἴχνος καθεῖσα). Vgl. c. 8 u. 12 u. Eum. 11. – Mel. 79 (XII, 82) χερὸς ἀκρώνυχα δισσά, die Fingerspitzen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fait avec le bout de l'ongle ; légèrement marqué avec le bout de la main ou du pied;
2 avec des ongles à ses extrémités LSJ.
Étymologie: ἄκρος, ὄνυξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκρώνυχος -ον ἄκρος, ὄνυξ
1. van of met het puntje van de nagels of hoeven, pred.: ἀκρωνύχους ἐπιψαύειν met het puntje van hun hoeven (het plafond) aanraken Plut. Eum. 11.7.
2. als subst. neutr.: τὸ ἀκρώνυχον puntje van de nagel. AP 12.82.3.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρώνῠχος: сделанный кончиком ногтя или сделанный кончиком копыта (ἴχνος Plut.): προσκαθίζων ἀ. Plut. чуть присев (о птице); χερὸς ἀκρώνυχα Anth. кончики пальцев.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρώνῠχος: -ον, (ὄνυξ) ὁ ἔχων ὄνυχας, χηλάς, ὁπλάς, κτλ., χερὸς ἀκρώνυχα, τὰ ἄκρα τῶν δακτύλων τῶν χειρῶν ἢ τῶν ποδῶν, Ἀνθ. Π. 12.82· ἴχνος ἀκρ., τὰ ἴχνη τοῦ ἀκροποδητὶ περιπατοῦντος, Πλουτ. 2. 317Ε, πρβλ. 325Β: - ἀκρῶνυξ, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἀκρώνυχος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει στα άκρα νύχια, χηλές, οπλές κ.λπ.
2. φρ. «ἴχνος ἀκρώνυχον» — τα ίχνη, τα σημάδια αυτού που βαδίζει με τις άκρες τών ποδιών του
3. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀκρώνυχα
τα άκρα τών δακτύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + -ωνυχος < ὄνυξ.
ΠΑΡ. μσν. ἀκρωνυχία
(νεοελλ. ακρωνύχι].

Greek Monotonic

ἀκρώνῠχος: -ον (ἄκρος, ὄνυξ), αυτός που έχει νύχια στα άκρα, χερὸς ἀκρώνυχα, τα άκρα των δακτύλων, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἄκρος, ὄνυξ
with nails at the extremities, χερὸς ἀκρώνυχα the tips of the fingers, Anth.