ἀλογιστίη
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
Translations
thoughtlessness
Czech: lehkomyslnost; Finnish: ajattelemattomuus, välinpitämättömyys; French: irréflexion; Greek: ασυλλογισιά; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀβουλία, ἀβουλίη, ἀεσιφροσύνη, ἀλογιστία, ἀλογιστίη, ἀνεπιστασία, ἀστοχία, ἀφραδία, ἀφραδίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, εἰκαιοσύνη, κακοφροσύνη, νηπιοφροσύνη, τὸ ἀκατάσκεπτον, τὸ ἀλόγιστον, τὸ ἄφρον, χαλιφροσύνη; Hungarian: meggondolatlanság, vigyázatlanság; Latin: temeritas; Manx: antort; Norwegian Nynorsk: tankeløyse; Polish: bezmyślność; Slovak: ľahkomyseľnosť