ἀμηχανάω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
= ἀμηχανέω (be at a loss, be at a loss for, be in want of, be without the necessaries of life, not to know how, know not how, be reduced to great straits, be perplexed, be amazed), Oppian. H. 3.328, AP 9.591, etc., in Ep. forms ἀμηχανόωσιν, όων.
Spanish (DGE)
(ἀμηχᾰνάω) 1 estar perplejo, no saber qué hacer ἀμηχανόων ἀμφοτέρους σκοπέων AP 9.591.
2 ser incapaz, no poder λιλαιόμενοι ... ῥῆξαι ἀμηχανόωσιν Opp.H.3.328.
German (Pape)
[Seite 123] = folgd. in den Formen ἀμηχανόων Ep. ad. 244 (IX, 591) u. ἀμηχανόωσι Opp. Hal. 3, 328; falsche Wortbildungen.
Russian (Dvoretsky)
ἀμηχᾰνάω: Anth. = ἀμηχανέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμηχανάω: τῷ ἑπομ., Ὀππ. Ἁλ. 3. 328, Ἀνθ. Π. 9. 591, κτλ., ἐν Ἐπικοῖς σχηματισμοῖς ἀμηχανόωσιν, -όων.
Greek Monotonic
ἀμηχανάω: = το επόμ., σε Ανθ., στους Επικ. τύπους ἀμηχανόωσιν, -όων.