ἀμπάλλω
From LSJ
English (LSJ)
poet. for ἀναπάλλω.
German (Pape)
[Seite 128] = ἀναπάλλω, ἄμπαλος, = ἀνάπαλος. So ist noch in folgenden W. ἀμ-poetische und ionische Abkürzung für ἀνα-: ἄμπαυμα, ἀμπαυστήριος, ἀμπαύω, ἀμπείρω, ἀμπέμπω, ἀμπεπαλών, ἀμπετάννυμι, ἀμπέφευγα, ἀμπήδησε, ἄμπηρος, ἀμπίπλημι, ἄμπνευμα, ἀμπνέω.
French (Bailly abrégé)
v. ἀναπάλλω.