ἀμπτᾶσα
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
ἀμπταίην, v. ἀναπέτομαι.
French (Bailly abrégé)
part. fém. ao.2 poét. de ἀναπέτομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπτᾶσα: Aesch. part. f к ἀναπέτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπτᾶσα: ἀμπταίην, ἴδε ἐν λ. ἀναπέτομαι.
Greek Monotonic
ἀμπτᾶσα: ἀμπταίην, ἀμπταμένος, βλ. ἀναπέτομαι.