αἴσιος
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
English (LSJ)
αἴσιον, also α, ον Pi.N.9.18, E.Ion421: (αἶσα):—poet. Adj.
A auspicious, opportune, ὁδοιπόρος Il.24.376, cf. A.Ag.104 (lyr.), S. OC34; ἡμέρα E. l. c.; αἴ. ἐν φιλότητι IG14.2068.9:—freq. of omens, αἰσία ὄρνις Pi. l.c., cf. S.OT52; ἀετός X.Cyr.2.4.19; ἄνεμος App.Mith.29; ὥρα Id.Syr.58 (Comp.). Adv. αἰσίως E.Ion410, Timae. 114.
II meet, right, αἴσιος ὁλκή, Lat. justum pondus, Nic.Th.93; αἴ. ἐμβολή Just.Edict.13.4.1.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [-ος, -α, -ον Pi.N.9.18, E.Io 421, Hp.Ep.12; dór. plu. gen. fem. αἰσιᾶν Pi.l.c.]
I 1 medido, equivalente, justo ὀδελοῦ δέ οἱ αἴσιος ὁλκή Nic.Th.93, αἰσία ἐμβολή Iust.Edict.13.4.
2 favorable, de buen augurio, feliz ὁδοιπόρος Il.24.376, κράτος A.A.104, σκοπός S.OC 34, τύχῃ Hp.l.c., ἡμέρα E.Io 421, compar. κατὰ τὴν αἰσιωτέραν ὥραν App.Syr.58, γενέθλια POxy.2480.18, 242, 244 (VI d.C.), βρωμμάλια POxy.2480.37 (VI d.C.), γάμος PMasp.6ue.114 (VI d.C.), como epít. de Posidón en Delos ID 1581.4, 1902.3 (ambas II a.C.)
• esp. de signos agoreros ὄρνιχες Pi.l.c., βροντά Pi.P.4.23, cf. S.OT 52, Theoc.17.72, D.C.58.5.7, Nonn.D.33.352, Call.Lau.Pall.123, αἰσίῳ σίττῃ Call.Fr.191.56, ἀετὸς ἐπιπτόμενος αἴ. X.Cyr.2.4.19, τέρας A.R.4.295
• favorable, benévolo ἄνεμος App.Mith.29, αἴσιος ἐμ φιλότητι IUrb.Rom.1351.3 (III d.C.), ἀπόκρισις PGiss.57.6 (VI/VII d.C.), ἡ αἰσία ὑμῶν ὑπερφυΐα PMasp.7.4 (VI d.C.), ὑμετέρα αἰσία εὐαρχία PMasp.3.7 (VI d.C.), ἀκοή PMasp.295.3.34 (VI d.C.)
• subst. (ὅταν) μήθ' ὅλως τι τῶν αἰσίων τελῆται = cuando en general no se lleva a cabo nada de lo que supone un buen agüero Luc.Pseudol.12.
3 auténtico, veraz como palabra mágica, n. de una de las Ἐφέσια γράμματα: δηλοῖ ... «αἴσιον» δὲ ἀληθές Hsch.s.u. Ἐφέσια γράμματα, plu. αἴσια Clem.Al.Strom.5.8.45.
II adv. αἰσίως = con buenos augurios ἐλθεῖν E.Io 410, αἰσίως ἐπιφανέντας Timae.149, παρίναι αἰ. εἰς τὸ ἱερόν Sokolowski 3.139 (Lindos II d.C.).
• Etimología: Cf. αἶσα.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
conforme à la volonté du destin, d'où
1 de bon augure;
2 opportun;
3 heureux, favorable.
Étymologie: αἶσα.
German (Pape)
ον, fem. αἰσία Pind. N. 9.18, Hom. einmal, II. 24.376 ὁδοιπόρον αἴσιον, rechtschaffen denkend, vgl. 377 πέπνυσαι νόῳ: s. αἴσιμος; – Sp. glückbedeutend, günstig, βροντή P. 4.23 vgl. 197; Xen. Cyr. 1.6.1; ὄρνις Pind. N. 9.18; Soph. O.R. 52; sp.D.; Plut. Rom. 9 und öfter; ἀετός Xen. Cyr. 2.4.14, Theocr. 17.72; οἰωνοί Xen. C. 3.3.11; unter günstigen Vorbedeutungen, zu gelegener Zeit kommend, Aesch. Ag. 104; Soph. O.C. 34; Eur. Ion 424 ἡμέρα, glücklicher Tag, wie adv. αἰσίως 413. Bei Sp. ἐπ' αἰσίῳ od. ἐπ' αἰσίοις, auspicato. – Gebührend, angemessen, Nic. Th. 98 ὁλκή.
Russian (Dvoretsky)
αἴσιος: 2, реже 3
1 благоприятный, предвещающий счастье (βροντή Pind., Soph., Plut.; οἰωνοί Xen.): ἐν ἡμέρᾳ τῇδ᾽, αἰσία γάρ Eur. в этот день, ибо он сулит счастье;
2 подходящий, удачный, счастливый (ὁδοιπόρος Hom.): αἴ. προσήκεις Soph. ты вовремя пришел.
Greek (Liddell-Scott)
αἴσιος: -ον, καὶ α, ον, Πινδ. Ν. 9. 43, Εὐρ. Ἴων. 421: (αἶσα): ποιητ. ἐπίθ., καλὰ προμηνύων, εὐοίωνος, εἰς καλὸν καιρὸν ἐρχόμενος, τυχηρός, κατάλληλος, ὁδοιπόρος, Ἰλ. Ω. 376, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀν. 104 (λυρ.), Σοφ. Ο. Κ. 34· ἡμέρα, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. αἴσιος ἐν φιλότητι, Ἐπιγράμμ. Ἐλλ. 615. - συχνότατα ἐπὶ οἰωνῶν· αἰσία ὄρνις, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Ο.Τ. 52, πρβλ. ἀετός, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 19, κτλ.: ἴδε ἐν λέξ. ὄδιος: - ἐπίρρ. -ίως, Εὐρ. Ἴων 410. ΙΙ. ὁ ἁρμόζων, ὁ προσήκων, ὀρθός, δίκαιος, αἴσιος ὁλκή, Λατ. Justum pondus, Νικ. Θ. 93.
English (Autenrieth)
(αἶσα): auspicious, opportune, Il. 24.376†.
English (Slater)
αἴσιος
1 of good omen αἰσίαν δ' ἐπί οἱ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ ἔκλαγξε βροντάν (Schroeder: αἴσιον codd.) (P. 4.23) οἱ ἀντάυσε βροντᾶς αἴσιον φθέγμα (P. 4.197) ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν (Tric.: αἰσιῶν vel lacunam habent codd.) (N. 9.18)
Greek Monotonic
αἴσιος: -ον και -α, -ον (αἶσα), αυτός που προμηνύει καλά, ευοίωνος, αίσιος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίρρ. -ίως, σε Ευρ.
Middle Liddell
αἶσα
boding well, auspicious, Il., etc.:—adv. -ίως, Eur.
English (Woodhouse)
auspicious, favourable, fortunate, favorable, of omens
Mantoulidis Etymological
(=εὐοίωνος, ὀρθός, κατάλληλος). Ἀπό τή λέξη αἶσα (=μοῖρα). Ἀπό τήν ἴδια λέξη καί τά παράγωγα: αἴσιμος (=προωρισμένος), αἰσιοῦμαι (=παίρνω κάτι σάν καλό οἰωνό), αἰσυητήρ (=εὐτυχής), αἰσυμνήτης (αἶσα + μνήσασθαι) (=ἄρχοντας), αἴνυμαι (=παίρνω), ἐναίσιμος (=πεπρωμένος), ἐξαίσιος.