ἀμφιδηριάομαι
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
Dep., fight about, γυναικὸς εἵνεκα Semon.7.118: c. dat., Lyc.1437.
Spanish (DGE)
luchar por γυναικὸς εἵνεκ' ἀ. Semon.8.118, ἀρχῆς Lyc.1437.
German (Pape)
[Seite 137] τινί, um etwas streiten, Lyc. 1437; γυναικὸς ἕνεκα Simon. de mul.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιδηριάομαι: ἀποθ., μάχομαι περί τινος, γυναικὸς εἵνεκα Σιμων. Ἰαμβογρ. 6. 118· μ. δοτ., Λυκόφρ. 1437.