ἀμφικυνέω
From LSJ
English (LSJ)
cover with kisses, Lat. deosculari, Q.S.7.328, in aor. ἀμφικύσαι.
Spanish (DGE)
(ἀμφικῠνέω)
• Morfología: [aor. ἀμφικύσαι]
cubrir de besos μιν (μητέρα) ἀμφικύσας Q.S.7.328.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικυνέω: καταφιλῶ, Λατ. deosculare, ὃς δέ μιν ἀμφικύσας, μάλα μυρία κάλλιπε μούνην Κόϊντ. Σμ. 7. 328.