ἀμφιρρώξ

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιρρώξ Medium diacritics: ἀμφιρρώξ Low diacritics: αμφιρρώξ Capitals: ΑΜΦΙΡΡΩΞ
Transliteration A: amphirrṓx Transliteration B: amphirrōx Transliteration C: amfirroks Beta Code: a)mfirrw/c

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, ἡ,
A jagged, πέτραι A.R.1.995.
2 broken, κλωβοί AP6.109.

Spanish (DGE)

-ῶγος
1 abrupto por todos lados πέτραι A.R.1.995.
2 agujereado por todas partes κλωβοί AP 6.109 (Antip.Sid.).

German (Pape)

ῶγος, rings gespalten, rissig, πέτρα Ap.Rh. 1.995; κλωβοί Antip.Sid. 17 (VI.109), an beiden Seiten mit Falltüren.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιρρώξ: ῶγος adj. кругом расщепленный, весь в щелях (κλωβοί Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, ὁ πανταχόθεν ἐρρωγώς, ὁ πλήρης ῥωγμῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 995.

Greek Monolingual

ἀμφιρρώξ (-ῶγος), ο, η (Α)
1. οδοντωτός, ακανόνιστος
2. κατεστραμμένος, διάτρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ρὼξ < ρήγνυμι].