ἀμὸς

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀμὸς: ἢ ἁμὸς [ᾱ], ή, όν, = ἡμέτερος, Λατ. noster, ἀλλ’ ἐν χρήσει τὸ πλεῖστον ἀντὶ τοῦ ἐμὸς ὅταν τὸ μέτρον ἀπαιτῇ τὴν παραλήγουσαν μακράν, Ἰλ. Ζ. 414, Θ. 178: ἰδίως ἐν τῇ Δωρικῇ διαλ. Πινδ. Π. 3. 71., 4. 47, Θεόκρ. 5. 108: Λακων. ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 1181: Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2557.12., 3054. 4: Σικελ. 5491.17: - ὡσαύτως παρὰ τοῖς Ττραγ., Αἰσχύλ. Θ. 417, Χο. 428, Σοφ. Ἠλ. 279, Φιλ. 1314, κτλ. - Προετάθη ὑπό τινων νὰ γράφηται μετὰ δασέος πνεύματος ὅταν σημαίνῃ ἡμέτερος, μετὰ ψιλοῦ δὲ ὅταν τιθῆται ἀντὶ τοῦ ἐμός· ἀλλ’ οὔτε οἱ γραμματικοὶ οὔτε τὰ χειρόγραφα βοηθοῦσιν ἡμῖν εἰς τὸν καθορισμὸν κανόνος τινός. Συγγενεύει πρὸς τὸ ἡμέτερος ὡς τὸ ὑμὸς πρὸς τὸ ὑμέτερος καὶ τὸ σφὸς πρὸς τὸ σφέτερος.