ἀνάγαιον
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ἀνὰ τὴν γῆν, Hsch.
II ἀνάγαιον, τό, = ἀνώγεων, v.l. in Ev.Marc.14.15, Ev.Luc.22.12.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάγαιον: τό помещение в верхнем этаже, горница NT.
Chinese
原文音譯:¢nègeon 阿挪-給按
詞類次數:名詞(2)
原文字根:向上-土地
字義溯源:地上,樓上房間,樓房,樓間;由(ἄνω / ἀνεγκλησία)=上面)與(γῆ)*=地)組成;而 (ἄνω / ἀνεγκλησία)出自(ἀντί)*=相對)
出現次數:總共(2);可(1);路(1)
譯字彙編:
1) 一間⋯樓房(1) 可14:15;
2) 樓間(1) 路22:12