ἀνέλυτρος
From LSJ
English (LSJ)
ἀνέλυτρον, unsharded, of bees, wasps, etc., opp. κολεόπτερα (beetles), Arist.HA490a15,532a24, al.
Spanish (DGE)
-ον
entom. carente de élitros Arist.HA 490a15, 532a24, IA 710a11.
German (Pape)
[Seite 222] ohne Hülle, Decke, Arist. H. A. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέλυτρος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ἔλυτρον (σκέπασμα ἢ περικάλυμμα ἐπὶ τῶν πτερύγων, οἷον αἱ μέλισσαι, οἱ σφῆκες, κτλ., ἀντιθέτως πρὸς τὰ κολεόπτερα (οἷα οἱ κάνθαροι), τῶν δὲ πτηνῶν μέν, ἀναίμων δέ, τὰ μὲν κολεόπτερά ἐστι, τὰ δ’ ἀνέλυτρα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 5, 12., 4. 7, 8, καὶ ἀλλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέλυτρος: не имеющий надкрылий (τὰ ἔντομα Arst.).