ἀνήρης
From LSJ
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
English (LSJ)
ἀνήρες, = ἀνδρώδης, dub. in A.Fr.218.
Spanish (DGE)
-ες
dud. valiente o no unida a un varón, virgen A.Fr.299.
German (Pape)
[Seite 230] ες, ungefügt, unvermählt, Aesch. frg. 204.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήρης: -ες, «ἀνδρώδης, Αἰσχύλος Σαλαμινίαις» Ἡσύχ. (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 218), κατὰ Σουΐδ. ἀνύπανδρος: «ἀνήρεις, ἀνάνδρους χήρας ἢ παρθένους».