ἀναζυγόω
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
push back the bolt (ζύγωθρον), unbolt, τὴν θύραν ἀναζυγώσας Ar.Fr.654; open, unfasten a casket, Hsch.
Spanish (DGE)
descorrer el cerrojo, abrir τὴν θύραν Ar.Fr.654, de una caja, Hsch.
German (Pape)
[Seite 187] eigtl. losjochen; die Riegel der Thür zurückschieben, also θύραν, öffnen, Ar. bei E. M. cf. Poll. 10, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναζῠγόω: ὠθῶ πρὸς τὰ ὀπίσω, τὸ ζύγωθρον (τὸν σύρτην, τὸν μοχλόν), ἀνοίγω: τὴν θύραν ἀναζυγώσας, ἀνοίξας, Ἀριστοφ. Ἀποσπ: 581, -ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀναζυγοῦν· τὸ ἀνοίγειν κιβωτόν· λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ἀναφωνεῖν.»
Russian (Dvoretsky)
ἀναζῠγόω: освобождать от запоров, отпирать (θύραν Arph.).