ἀνακλαυθμός
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
or ἀνακλαυσμός (so codd. l. citand.), ὁ, = ἀνάκλαυσις (lamentation), DH. 6.46.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ ἀνακλαυσμός cód. lamento D.H.6.46.
Greek Monolingual
ἀνακλαυθμός και -σμός, ο (Α) ἀνακλαίω
η ἀνάκλαυσις.