ἀνακρεοντικός
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Spanish (DGE)
-όν
métr. anacreóntico Isid.Etym.1.39.7
•fig. anacreonticis initiatus es sacris Fulg.1 praef. p.10.