καινουργισμός

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινουργισμός Medium diacritics: καινουργισμός Low diacritics: καινουργισμός Capitals: ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kainourgismós Transliteration B: kainourgismos Transliteration C: kainourgismos Beta Code: kainourgismo/s

English (LSJ)

ὁ, = καινουργία, Suid. (v.l. καινουργησμός).

German (Pape)

[Seite 1295] ὁ, = καινούργησις, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

καινουργισμός: «ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμόρφωσις» Σουΐδ.

Greek Monolingual

καινουργισμός, ὁ (Α) καινουργίζω
1. η καινουργία
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμόρφωσις».