ἀνανδριεῖς
From LSJ
English (LSJ)
οἱ, impotent persons, dub. l. in Hp.Aër.22; cf. ἀναριεῖς.
German (Pape)
[Seite 199] οἱ, Entmannte, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανδριεῖς: οἱ, εὐνοῦχοι παρὰ Σκύθαις οὕτω καλούμενοι οἳ «καὶ γυναικεῖα ἐργάζονται καὶ ὡς γυναῖκες διαλέγονται» Ἱπποκρ. π. Ἀέρ. 293· ἴδε λ. ἐναρέες.