неполный
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Russian > Greek
ἐνδεής, ἡμίοπος, ἡμιτελής, καταδεής, ἀσυντέλεστος, ἀναπάρτιστος, ἀτελείωτος, ἐλλιπής, ἀποδεής, κολοβός, καταληκτικός, ἐλλειπτικός
ἐνδεής, ἡμίοπος, ἡμιτελής, καταδεής, ἀσυντέλεστος, ἀναπάρτιστος, ἀτελείωτος, ἐλλιπής, ἀποδεής, κολοβός, καταληκτικός, ἐλλειπτικός