ἀναποίητος
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
ἀναποίητον, made up, wrought up, ἔκ τινος Ammon.Diff.123.
Spanish (DGE)
-ον
hecho, formado τὸ ἐκ τῶν τετριχωμένων δερμάτων ἀναποίητον στέγαστρον el cobertor hecho de pieles provistas de pelo ref. a σισύρα Ammon.Diff.438.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναποίητος: -ον, ὁ πεποιημένος, κατεσκευασμένος, «σισύρα, τὸ ἐκ τῶν τετριχωμένων δερμάτων ἀναποίητον στέγαστρον» Ἀμμών. 128.