ἀναπόσβεστος
From LSJ
English (LSJ)
ἀναπόσβεστον, inextinguishable, Hecat.Abd.14.
Spanish (DGE)
-ον inextinguible φῶς Hecat.Abd.21.
German (Pape)
[Seite 203] unauslöschlich.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόσβεστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποσβέσῃ, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπου κατὰ Ἀπίωνος 1. 23.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναπόσβεστος, -ον) ἀποσβέννυμι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν αποσβέστηκε ή δεν μπορεί κανείς να αποσβέσει, αδιάγραπτος, ανεξίτηλος
2. αυτός που δεν εξοφλήθηκε, ανεξόφλητος, απλήρωτος
αρχ.
αυτός που δεν σβήνει, ο άσβηστος.