ανεξόφλητος

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν εξοφλήθηκε, απλήρωτος ή αυτός που δεν ανταποδόθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εξοφλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στη γενική συνέλευση μετόχων ελληνικής ατμοπλοίας].