ἀναρροπία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, motion upwards, Hp.Hum.1, cf. Epid.2.1.6; elevation, Gal.10.318.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη
1 tendencia a subir de humores op. καταρροπίη Hp.Hum.1, cf. Epid.2.1.6.
2 elevación, inflamación de una herida, Gal.10.318.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναρροπία: ἡ, ἡ πρὸς τὰ ἄνω ῥοπή, κίνησις, περὶ τῶν χυμῶν, ἀναρροπίη κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ καταρροπίη Ἱππ. 47. 13.
Greek Monolingual
ἀναρροπία, η (Α) ανάρροπος
(για χυμούς) η κίνηση προς τα πάνω.
German (Pape)
ἡ, das Aufschnellen der Wagschale, überhaupt Bewegung nach oben, Hippocr.