ἀναχρίω
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
anoint, Dsc.Eup.1.35.
Spanish (DGE)
1 untar en v. pas. de hierbas, Dsc.Eup.1.35.
2 recubrir con yeso, tapiar en v. pas. ἀνεχρίσθη ἡ θύρα Io.Mal.Chron.M.97.565A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχρίω: ἐπιφράττω, «ἀνεχρίσθη ἡ θύρα (τοῦ πύργου)» Κ. Μαλαλ. σ. 380, 13.
Greek Monolingual
ἀναχρίω (AM)
μσν.
επικαλύπτοντας με ασβέστη φράζω άνοιγμα ή οπή
αρχ.
επαλείφω, αλείφω συνεχώς.