ἀνεμίζομαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass., to be driven with the wind, Ep.Jac.1.6, Sch.Od.12.336: Act. in Hsch. s.v. ἀναψῦξαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμίζομαι: παθ., κινοῦμαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, ἔοικε κλύδωνι θαλάσσης ἀνεμιζομένῳ καὶ ῥιπιζομένῳ Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 6· προσβάλλομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου: «ἔνθα ἦν σκέπη πρὸς τὸ μὴ ἀνεμίζεσθαι» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Μ. 336: - τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἡσυχ. ἐν λέξει ἀναψῦξαι, «ἀναψῦξαι, ἀνεμίσαι».
Greek Monotonic
ἀνεμίζομαι: (ἄνεμος), Παθ., κινούμαι, οδηγούμαι από τον άνεμο, σε Καινή Διαθήκη