ἀνεμοκοῖται
From LSJ
English (LSJ)
οἱ, wind-lullers, sorcerers at Corinth, Eust. 1645.42, Hsch.
Spanish (DGE)
-ων
que calman el viento de unos sacerdotes de Corinto, Eust.1645.42
•οἱ Ἀ. como n. propio, Sud., Hsch.
German (Pape)
[Seite 222] οἱ, nach VLL. γένος ἐν Κορίνθῳ τοὺς ἀνέμους κοιμίζοντες, Windbeschwörer.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμοκοῖται: οἱ τοὺς ἀνέμους καταπαύοντες, «γένος ἐν Κορίνθῳ τοὺς ἀνέμους κομίζοντες», ὡς οἱ μάγοι τῆς Λαπλανδίας· ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Εὐστ., πρβλ. Διογ. Λ. 8. 59.