ἀνεμπόλητος
From LSJ
English (LSJ)
ἀνεμπόλητον, unsold, Sch.S.Ant.1036.
Spanish (DGE)
-ον no vendido Sch.S.Ant.1036.
German (Pape)
[Seite 223] unverhandelt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμπόλητος: -ον, ὁ μὴ ἐμποληθείς, ὁ μὴ πωληθείς, Σχολ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1036.