ἀνεξαπατησία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ freedom from deception or mistake, Arr.Epict.3.2.2.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
infalibilidad, imposibilidad de errar τρίτος (τόπος) ἐστὶν ὁ περὶ τὴν ἀνεξαπατησίαν καὶ ἀνεικαιότητα Arr.Epict.3.2.2.
German (Pape)
[Seite 223] ἡ, Untrüglichkeit, Arr. Ep. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξᾰπᾰτησία: ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ ἑπομένου, τὸ μὴ ἐξαπατᾶσθαι, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, 2.