ἀνθυπακούω
From LSJ
English (LSJ)
A listen to in turn, τινός Nicol.Prog.6.10 in Rh.1.314W.
II correspond, answer to, Iamb.in Nic.p.21P.
Spanish (DGE)
1 escuchar a su vez τῶν γὰρ ἀκούειν ἐγνωκότων ἀνθρώπων ἀνθυπακούειν οἱ κρείττους ἐγνώκασιν Nicol.Prog.6.10 en Rh.1.314W.
2 mat. corresponder a c. dat. τὸ ἀνθυπακοῦον τῷ ἴσῳ Nicom.Ar.1.17.5, ὁ ἀνθυπακούων τῷ ἐπιτρίτῳ Nicom.Ar.1.19.5, αἱ εἰδικαὶ ταῖς εἰδικαῖς ἀνθυπακούσονται Nicom.Ar.1.21.3, μόνη ἡ αὐτὴ παρωνύμως ἀνθυπήκουεν αὐτῇ Iambl.in Nic.p.21.
German (Pape)
[Seite 235] gegenseitig entsprechen, Theolog. arithm. 1; Nicom. arithm. 1, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπᾰκούω: ὑπακούω καὶ ἐγώ, τῶν ὑπακούειν ἐγνωκότων ἀνθρώπων, ἀνθυπακούειν οἱ κρείττους ἐγνώκασιν Ρήτορες τόμ. 1, σ. 314. 28, Walz.