ἀνθυποστροφή
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ἡ, return, of a clyster, Sever.Clyst.25.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ retroceso de un clister, Seuer.Clyst.25.
Greek Monolingual
ἀνθυποστροφή, η (Α)
1. επιστροφή
2. υποτροπή.